- κράβυζος
- κράβυζος, ὁ, kind ofA shell-fish, Epich.42.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κράβυζος — κράβυζος, ὁ (Α) είδος οστρακοδέρμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν δεν πρόκειται για δάνεια λ., ίσως να προέρχεται από αμάρτυρο *κραβό βυζος (με συλλαβική ανομοίωση) < κράβος «είδος θαλάσσιου πουλιού» + βῦζα «κουκουβάγια». Σημασιολογικά, ωστόσο … Dictionary of Greek
κραβύζους — κράβυζος shell fish masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)